γνεστός

γνεστός
και γνεφτός, -ή, -ό [γνέθω]
αυτός που έχει προέλθει από γνέσιμο, ο κλωσμένος.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • γνεστός — ή, ό ο γνεσμένος, ο κλωσμένος: Κρατούσε ένα κουβάρι γνεστό μαλλί …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • άγνεστος — και άγνεθος, η, ο αυτός που δεν γνώστηκε, δεν μεταβλήθηκε σε νήμα, ο άκλωστος. [ΕΤΥΜΟΛ. < α στερητ. + *γνεστός < γνέθω. Ο τύπος άγνεθος από τον ενεστώτα] …   Dictionary of Greek

  • γνεφτός — ή, ό βλ. γνεστός …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”